χρωματογραφώ

χρωματογραφώ
χρωματογραφῶ, -έω, ΝΜ [χρωματογράφος]
ζωγραφίζω κάτι και αποδίδω πιστά τα χρώματά του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρωματογράφηση — η, Ν [χρωματογραφώ] η ζωγραφική απόδοση τών χρωμάτων αντικειμένου ή παράστασης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”